- επαύρεσις
- ἐπαύρεσις, η (Α) [επαυρώ]απόλαυση τού καρπού ενός πράγματος, ωφέλεια ή ζημία από κάτι, κάρπωση («ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν ποιεῑσθαι», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαυρέσεις — ἐπαύρεσις enjoyment of the fruit fem nom/voc pl (attic epic) ἐπαύρεσις enjoyment of the fruit fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυρέσιες — ἐπαύρεσις enjoyment of the fruit fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαύρεσιν — ἐπαύρεσις enjoyment of the fruit fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)